- κοναβώ
- κοναβῶ, -έω (Α)1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή2. αντηχώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. τής λ. (κονα-) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το ληκτικό μόρφημα -βῶ / -έω συνδέεται άμεσα με το -βος, που απαντά συχνά σε λ. με σημ. «ήχος, κρότος, θόρυβος» (πρβλ. θόρυ-βος, φλοίσ-βος)].
Dictionary of Greek. 2013.